- μονοπρόσωπος
- μονοπρόσωποςwith one facemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονοπρόσωπος — η, ο (ΑΜ μονοπρόσωπος, ον) αυτός που έχει ένα μόνο πρόσωπο («μονοπρόσωπος θεότης τριώνυμος», Μάξ. Ομολ.) νεοελλ. 1. (για κτήρια) αυτός που έχει μία πρόσοψη («μονοπρόσωπο κτήριο») 2. μτφ. ειλικρινής, ευθύς, έντιμος, χωρίς διπλοπροσωπία αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
μονοπροσώπως — μονοπρόσωπος with one face adverbial μονοπρόσωπος with one face masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοπρόσωπον — μονοπρόσωπος with one face masc/fem acc sg μονοπρόσωπος with one face neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοπροσώπου — μονοπρόσωπος with one face masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοπροσώπους — μονοπρόσωπος with one face masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοπροσώπων — μονοπρόσωπος with one face masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοπροσώπῳ — μονοπρόσωπος with one face masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοπρόσωπα — μονοπρόσωπος with one face neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοπρόσωποι — μονοπρόσωπος with one face masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοπροσωπώ — μονοπροσωπώ, έω (Α) [μονοπρόσωπος] γραμμ. έχω ένα μόνο πρόσωπο, είμαι μονοπρόσωπος … Dictionary of Greek